Περί τα δύο εκατομμύρια δολάρια ημερησίως ξόδεψαν πέρυσι οι τράπεζες της Wall Street και οι άλλες εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα στις ΗΠΑ προκειμένου να προωθήσουν τα συμφέροντά τους και να επηρεάσουν πολιτικούς και αποφάσεις.
Οπως αποκαλύπτουν σε πρόσφατη μελέτη τους οι Americans for Financial Reform (ένας μη κερδοσκοπικός συνασπισμός 200 οργανώσεων πολιτών των ΗΠΑ που μάχεται για την ουσιαστική αλλαγή του χρηματοπιστωτικού συστήματος), στους πρώτους 12 μήνες του διετούς εκλογικού κύκλου 2017-2018, τράπεζες και εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα ξόδεψαν συνολικά 719 εκατ. δολάρια για λόμπινγκ και χρηματοδότηση υποψηφίων του Κογκρέσου.
Συγκεκριμένα, ο αμερικανικός χρηματοπιστωτικός τομέας δαπάνησε το 2017 για χρηματοδότηση προεκλογικών εκστρατειών των υποψηφίων της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων 246.373.619 δολάρια, τα περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο κλάδο επιχειρήσεων στις ΗΠΑ. Εξ αυτών, το 60% δόθηκε στους Ρεπουμπλικάνους και το υπόλοιπο 40% στους Δημοκρατικούς.

Δαπάνησε ακόμη 472.618.066 δολάρια για λόμπινγκ, δηλαδή για άσκηση πιέσεων στα κέντρα αποφάσεων προκειμένου να προωθηθούν οι θέσεις του. Ηταν ο τρίτος σε μέγεθος δαπανών γι’ αυτόν τον σκοπό κλάδος επιχειρήσεων μετά τον τομέα της υγείας (555.010.906 δολάρια) και τον ευρύτερο τομέα miscellaneous business, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων μεταποίηση, χαλυβουργία, χημική βιομηχανία, είδη λιανικής, εστιατόρια, τουρισμό, τρόφιμα-ποτά (503.758.285 δολάρια).
Πολιτική επιρροή
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι στα επίπεδα αυτά οι δαπάνες του χρηματοπιστωτικού τομέα για πολιτική επιρροή είναι πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με τις αντίστοιχες πριν από το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το 2008.
Συγκεκριμένα, από περίπου 1,4 δισ. δολάρια στον εκλογικό κύκλο 2007-2008, οι δαπάνες της Wall Street και των υπόλοιπων εταιρειών του χρηματοπιστωτικού τομέα για λόμπινγκ και χρηματοδότηση υποψήφιων γερουσιαστών και βουλευτών ξεπέρασαν τα 2 δισ. δολάρια στον εκλογικό κύκλο 2015-2016.
Για τον τρέχοντα εκλογικό κύκλο 2017-2018 και με δεδομένο ότι στον πρώτο χρόνο της διετίας ιστορικά δαπανάται μόλις το 25% του συνολικού ποσού που συνεισφέρουν οι εταιρείες σε προεκλογικές εκστρατείες, οι AFR εκτιμούν ότι το συνολικό ποσό θα ξεπεράσει τα 2 δισ. δολάρια, σημειώνοντας νέο ρεκόρ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτήν την έκρηξη δαπανών για πολιτική επιρροή διαδραματίζουν πλέον όλο και σημαντικότερο ρόλο τα hedge funds και οι εταιρείες private equity. Ονόματα εταιρειών διαχείρισης ιδιωτικών κεφαλαίων, όπως οι Blackstone, Paloma Partners, Elliott Management και TGP Capital, παρότι δεν είναι τόσο γνωστά όσο της Goldman Sachs και της JPMorgan Chase, αποτελούν πλέον μεγάλους δωρητές των προεκλογικών εκστρατειών των Αμερικανών πολιτικών.
Η τεράστια ροή κεφαλαίων του χρηματοπιστωτικού τομέα προς το αμερικανικό πολιτικό σύστημα έφερε πάντως αποτελέσματα.
Και τα δύο σώματα του Κογκρέσου προχώρησαν πέρυσι στη λήψη σημαντικών αποφάσεων υπέρ των τραπεζών, που όμως θα επηρεάσουν τους Αμερικανούς καταναλωτές και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα για πολύ καιρό.
Η πλειοψηφία της Βουλής των Αντιπροσώπων ψήφισε συγκεκριμένα στη διάρκεια του 2017 υπέρ της αναθεώρησης μεγάλου μέρους των διατάξεων του «Ντοντ-Φρανκ», του νόμου δηλαδή που υιοθετήθηκε μετά το κραχ του 2008 για τη ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος και τη δημιουργία ασφαλιστικών δικλίδων για την αποφυγή νέας κρίσης.
Επίσης, η Γερουσία ψήφισε πέρυσι υπέρ της κατάργησης κανόνα που επανέφερε το δικαίωμα των καταναλωτών να ενάγουν τις τράπεζες και τις άλλες εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα όταν αυτές παραβίαζαν τη νομοθεσία, ενώ νωρίτερα φέτος πέρασε και νόμο (S.2155) για τον περιορισμό της εποπτείας των μεγάλων τραπεζών και άνοιξε παράλληλα «παραθυράκια» στα μέτρα προστασίας των καταναλωτών στην αγορά στεγαστικής πίστης.
Η ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών όμως δεν ήταν ο μοναδικός χώρος στον οποίο έπιασαν τόπο τα λεφτά που ξόδεψε πέρυσι η Wall Street. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας ήταν μεταξύ των περισσότερο κερδισμένων από τη φορολογική μεταρρύθμιση του Ντόναλντ Τραμπ.
Μεγαλύτερος κερδισμένος της δραστικής περικοπής του φόρου επιχειρήσεων ήταν για παράδειγμα μία από τις δέκα μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ, η βυθισμένη στα σκάνδαλα Wells Fargo. Αρκετές ακόμη εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα αυγάτισαν την κερδοφορία τους χάρη στον νέο φορολογικό κώδικα του Τραμπ.
Τα hedge funds και οι εταιρείες private equity από την πλευρά τους κατάφεραν -με τα τεράστια ποσά που διέθεσαν για λόμπινγκ- τη διατήρηση των «φορολογικών παραθύρων» που τους επιτρέπουν να συνεχίσουν τη φοροδιαφυγή.