Πανάκριβα κόστισαν οι αυτοκινητόδρομοι της Ολυμπίας Οδού, του Μωρέα και της Κεντρικής Οδού, σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τις συγχρηματοδοτούμενες από την ΕΕ συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ).
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο εκτιμά πως οι φορολογούμενοι επιβαρύνθηκαν με επιπλέον 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ για την κατασκευή των τριών αυτοκινητοδρόμων, ενώ παράλληλα αφήνει αιχμές για κακό σχεδισμό των έργων που οδήγησε σε υπερτίμηση των προ- οπτικών κερδοφορίας τους. «Οι συμπράξεις δημόσιου- ιδιωτικού τομέα εμφανίζουν πολλαπλές αδυναμίες και αποφέρουν περιορισμέ- να οφέλη» επισημαίνουν οι Ευρωπαίοι ελεγκτές, υπογραμμίζοντας ότι εφεξής «δεν μπορούν να θεωρούνται οικονομικά βιώσιμη επιλογή για την κατασκευή έργων δημόσιων υποδομών».
Οι τρεις αυτοκινητόδρομοι ήταν μερικές από τις περιπτώσεις που εξέτασε στην Ελλάδα ο ελεγκτικός οργανισμός της ΕΕ και διαπίστωσε αυξημένο κόστος ανά χιλιόμετρο έως και κατά 69% σε σχέση με τον αρχικό προϋπολογισμό του, μείωση του αντικειμένου του έργου κατά 55% έναντι του αρχικού στόχου, ελλιπή προετοιμασία των έργων από τους εταίρους του δημόσιου τομέα και υπογραφή συμβάσεων με ιδιώτες παραχωρησιούχους προτού επιλυθούν σημαντικά προβλήματα.
Η ΟΛΥΜΠΙΑ ΟΔΟΣ
Η έκθεση στην αναφορά της για τον αυτοκινητόδρομο της Ολυμπίας Οδού, κάνει λόγο για καθυστέρηση 37 μηνών. Το προβλεπόμενο συνολικό κόστος του έργου ήταν 2 δις 375 εκ. ευρώ, όμως το προσωρινό συνολικό κόστος έργου έφτασε τα 2 δις 619 εκ. ευρώ, ενώ το φυσικό αντικείμενο του έργου μειώθηκε κατά 45%.
Είναι ενδεικτικό ότι το συνολικό κόστος ανά χλμ. αυξήθηκε κατά 69%, από 7,7 σε 13 εκατομμύρια ευρώ. Ποσό 678 εκατομμυρίων ευρώ περιλαμβάνει πρόσθετη χρηματοδοτική συνεισφορά του Δημοσίου, ύψους 238,5 εκατομμυρίων ευρώ και πληρωμές στον παραχωρησιούχο ύψους 439,7 εκατομμυρίων ευρώ.
Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι «η οικονομική αποδοτικότητα και η διαφάνεια υπονομεύθηκαν σε μεγάλο βαθμό, ιδίως από την απουσία σαφούς πολιτικής και στρατηγικής, την ανεπαρκή ανάλυση, την εγγραφή έργων ΣΔΙΤ ως στοιχείων εκτός ισολογισμού και τις μη ισορροπημένες ρυθμίσεις επιμερισμού των κινδύνων».
Συνολικά, οι Ευρωπαίοι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι οι ΣΔΙΤ παρείχαν στις δημόσιες αρχές τη δυνατότητα να συνάπτουν συμβάσεις για υποδομές μεγάλης κλίμακας μέσω ενιαίας διαδικασίας, αυξάνοντας όμως τον κίνδυνο ανεπαρκούς ανταγωνισμού και, κατά συνέπεια, αποδυναμώνοντας τη διαπραγματευτική θέση των αναθετουσών αρχών.