(Β΄ Μέρος)
7. Ὑπὸ τὸ ἀνωτέρω πνεῦμα, ἃπασαι αἱ κατὰ τόπους Ἁγιώταται Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ἐνεργῶς εἰς ἐπισήμους θεολογικοὺς διαλόγους, ἡ δὲ πλειονότης ἐξ αὐτῶν καὶ εἰς διαφόρους ἐθνικούς, περιφερειακοὺς καὶ διεθνεῖς διαχριστιανικοὺς ὀργανισμούς, παρὰ τὴν προκύψασαν βαθεῖαν κρίσιν εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Kίνησιν. Ἡ πολυσχιδὴς αὕτη δραστηριότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πηγάζει ἐκ τοῦ αἰσθήματος ὑπευθυνότητος καὶ ἐκ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ ἀμοιβαία κατανόησις καὶ ἡ συνεργασία τυγχάνουν οὐσιώδεις, «ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 9, 12).
Στὸ 7ο ἄρθρο τοῦ κειμένου, προσπαθοῦν νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἀδικαιολόγητα. Θεωροῦν ὡς ἄκραν ἀπαραίτητη τὴν ἐνεργὴ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στοὺς διαλόγους καὶ στὸ Π.Σ.Ε. διὰ ἱεραποστολικοὺς λόγους καὶ προβολὴ τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως καὶ αὐτὸ διατυπώνεται ὡς ἀνωτέρω μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:« Ἡ πολυσχιδὴς αὕτη δραστηριότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πηγάζει ἐκ τοῦ αἰσθήματος ὑπευθυνότητος καὶ ἐκ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ ἀμοιβαία κατανόησις καὶ ἡ συνεργασία τυγχάνουν οὐσιώδεις, «ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.»
8. Βεβαίως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διαλεγομένη μετὰ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, δὲν παραγνωρίζει τὰς δυσκολίας τοῦ τοιούτου ἐγχειρήματος, κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρὸς τὴν κοινὴν κατανόησιν τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καὶ ἐπὶ τῇ ἐλπίδι ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» (στιχηρὸν ἑσπερινοῦ πεντηκοστῆς), θὰ «ἀναπληρώσῃ τὰ ἐλλείποντα» (εὐχὴ χειροτονίας). Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τὰς σχέσεις αὐτῆς πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον δὲν στηρίζεται μόνον εἰς τὰς ἀνθρωπίνους δυνάμεις τῶν διεξαγόντων τοὺς διαλόγους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τὴν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου, εὐχηθέντος «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» (Ἰω. 17, 21).
Ἄν πράγματι τὸ ἐγχείρημα τοῦ διαλόγου γινόταν πρὸς κατήχηση καὶ ἐπιστροφὴ τῶν πλανεμένων αἱρετικῶν θὰ εἶχε ἡμερομηνία λήξεως τὴν δεύτερη καὶ ἀποτυχημένη ἀπόπειρα νουθεσίας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους. Σὲ αὐτὸ τὸ ἄρθρο βλέπουμε καὶ τὴν παρουσία τοῦ βιβλικοῦ «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν». Αὐτὸ γίνεται ἀπροϋπόθετα ὅπως τὸ θέτει ἡ ψευδοσύνοδος, στηριζόμενη μόνον στὴν στείρα ἀγαπολογία ποὺ συνέχει τὰ οἰκουμενιστικὰ κείμενα τῶν αἱρετικῶν καὶ ὄχι στὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρέσεων ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἐν τέλει στὴν ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφή τους εἰς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι καὶ τὸ ζητούμενο.
9. Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοὶ διάλογοι, κηρυχθέντες ὑπὸ Πανορθοδόξων Διασκέψεων, ἐκφράζουν τὴν ὁμόθυμον ἀπόφασιν πασῶν τῶν κατὰ τόπους ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι καλοῦνται νὰ συμμετέχουν ἐνεργῶς καὶ συνεχῶς εἰς τὴν διεξαγωγὴν αὐτῶν, ἵνα μὴ παρακωλύηται ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Ἐν ᾗ περιπτώσει τοπική τις Ἐκκλησία ἤθελεν ἀποφασίσει νὰ μὴ ὁρίσῃ ἐκπροσώπους αὐτῆς εἴς τινα διάλογον ἢ συνέλευσιν διαλόγου, ἐὰν ἡ ἀπόφασις αὕτη δὲν εἶναι πανορθόδοξος, ὁ διάλογος συνεχίζεται.
Οἱ πανορθόδοξες διασκέψεις ποὺ ἔχουν ἐγκρίνει τοὺς διμερεῖς θεολογικοὺς διαλόγους δὲν εἶναι ἐγκεκριμένες ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν ὀρθοδόξων, ἀλλὰ ἀποτελοῦν ἄλλη μία παραφωνία στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ αὐτὴ τῆς ψευδοσυνόδου, ὅπου δὲν ψήφισαν ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν κατὰ τόπους ἐκκλησιῶν. Βάναυση, δηλαδή, καὶ κατάφωρη παραβίαση τῆς γνώμης καὶ τελικῆς ἐγκρίσεως τοῦ Χριστεπωνύμου πληρώματος, ποὺ ἀνέκαθεν αὐτὸ ὥριζε τὶς ἀποφάσεις Συνόδων ἂν θὰ γίνονταν ἀποδεκτές.
Πρὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ διαλόγου ἢ τῆς συνελεύσεως ἀντιστοίχως, ἡ ἀπουσία τοπικῆς Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως συζητηθῇ ὁπωσδήποτε ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐπιτροπῆς τοῦ διαλόγου πρὸς ἔκφρασιν τῆς ἀλληλεγγύης καὶ τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ διμερεῖς καὶ πολυμερεῖς θεολογικοὶ διάλογοι δέον ὅπως ὑπόκεινται εἰς πανορθοδόξους περιοδικάς ἀξιολογήσεις.
Ὅπως εἴπαμε καὶ ἀνωτέρω, οἱ θεολογικοὶ διάλογοι διεξάγονται χωρὶς τὴν ἔγκριση κλήρου καὶ λαοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ αὐθαίρετες ἀποφάσεις ἐπισκόπων ὅπου ἐξυπηρετοῦν τὸν οἰκουμενισμὸ καὶ ὁδηγοῦν τὴν Ἐκκλησία πρὸς τὴν παναίρεση καὶ αὐτὸ γίνεται φανερὸ στὸ παρὸν κείμενο ποὺ ἀναλύουμε.
10. Τὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἀνακύπτουν κατὰ τὰς θεολογικὰς συζητήσεις τῶν Μεικτῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν δὲν συνιστοῦν πάντοτε ἐπαρκῆ αἰτιολόγησιν μονομεροῦς ἀνακλήσεως τῶν ἀντιπροσώπων αὐτῆς ἢ καὶ ὁριστικῆς διακοπῆς τῆς συμμετοχῆς αὐτῆς ὑπό τινος κατὰ τόπον Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποχώρησις ἐκ τοῦ διαλόγου Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως κατὰ κανόνα ἀποφεύγηται, καταβαλλομένων τῶν δεουσῶν διορθοδόξων προσπαθειῶν διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς ὁλοκληρίας τῆς ἐν τῷ διαλόγῳ τούτῳ ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐὰν τοπική τις Ἐκκλησία ἢ καὶ ἄλλαι τινές Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀρνῶνται νὰ συμμετάσχουν εἰς τὰς συνελεύσεις τῆς Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ὡρισμένου διαλόγου, ἐπικαλούμεναι σοβαροὺς ἐκκλησιολογικούς, κανονικούς, ποιμαντικούς, ἢ ἠθικῆς φύσεως λόγους, ἡ Ἐκκλησία ἢ αἱ Ἐκκλησίαι αὗται κοινοποιοῦν ἐγγράφως τὴν ἄρνησιν αὐτῶν εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ εἰς πάσας τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας κατὰ τὰ πανορθοδόξως ἰσχύοντα. Κατὰ τὴν πανορθόδοξον διαβούλευσιν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναζητεῖ τὴν ὁμόφωνον συναίνεσιν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διὰ τὰ ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπαναξιολογήσεως τῆς πορείας τοῦ συγκεκριμένου θεολογικοῦ διαλόγου, ἐφ’ ὅσον τοῦτο κριθῇ ὁμοφώνως ἀναγκαῖον.
11. Ἡ κατὰ τὴν διεξαγωγὴν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἴς τε τὴν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἢ τῶν τυχὸν νέων διαφοροποιήσεων καὶ εἰς τὴν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δὲ τὴν σχετικὴν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικὸς διάλογος δύναται νὰ συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπὶ τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καὶ ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρὸς πάσας τὰς κατὰ τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διὰ τὰ ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι.
Ὅπως ἀναφέραμε παραπάνω, συνεχίζεται νὰ γίνεται ἀπροϋπόθετος λόγος γιὰ διάλογο καὶ ὄχι γιὰ ἐπανευαγγελισμὸ καὶ ἔκθεση τῆς ἀληθείας ἐν ἀγάπῃ στοὺς πλανεμένους καὶ ἀποκοπέντας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία αἱρετικούς.
12. Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατὰ τὴν διεξαγωγὴν τῶν θεολογικῶν διαλόγων κοινὸς πάντων σκοπὸς εἶναι ἡ τελικὴ ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καὶ τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος. Ὁπωσδήποτε ὅμως αἱ ὑφιστάμεναι θεολογικαὶ καὶ ἐκκλησιολογικαὶ διαφοραὶ ἐπιτρέπουν ποιάν τινα ἱεράρχησιν ὡς πρὸς τὰς ὑφισταμένας δυσχερείας διὰ τὴν πραγμάτωσιν τοῦ πανορθοδόξως διαπιστουμένου σκοποῦ. Ἡ ἑτερότης τῶν προβλημάτων ἑκάστου διμεροῦς διαλόγου προϋποθέτει διαφοροποίησιν μὲν τῆς τηρηθησομένης ἐν αὐτῷ μεθοδολογίας, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ διαφοροποίησιν σκοποῦ, διότι ὁ σκοπὸς εἶναι ἑνιαῖος εἰς πάντας τοὺς διαλόγους.
Τὸ ἀναφερόμενο στὸ σημεῖο «κατὰ τὴν διεξαγωγὴ τῶν θεολογικῶν διαλόγων κοινὸς στόχος ὅλων εἶναι ἡ ὁριστικὴ ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος ἐν τῇ ἀληθινῇ πίστει καὶ ἀγάπῃ», εἶναι ἐντελῶς ἐσφαλμένο καὶ ἀπαράδεκτο, διότι πρέπει νὰ διευκρινισθεῖ καὶ νὰ ὑπογραμμιστεῖ ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἀληθινὴ πίστη ἀφορᾶ αἱρετικοὺς καὶ σχισματικοὺς καὶ δὲν σχετίζεται καθ’ οἱονδήποτε τρόπο μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σχετικὰ πάντα μὲ τὸ σημεῖο 12, οἱ ἱεροὶ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, μὲ οἰκουμενικὸ κῦρος, ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἀπαγόρευση συμπροσευχῆς μὲ αἱρετικοὺς εἶναι:
1. Κανὼν Ι’ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων: «Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κἂν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω».
2. Κανὼν ΙΑ΄ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων: «Εἴ τις καθηρημένῳ, κληρικὸς ὤν, κληρικῷ συνεύξηται, καθαιρείσθω καὶ αὐτός».
3. Κανὼν ΜΕ’ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων: «Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω∙ εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω».
4. Κανὼν ΞΔ’ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων: «Εἴ τις κληρικός, ἢ λαϊκὸς εἰσέλθῃ εἰς συναγωγὴν Ἰουδαίων, ἢ αἱρετικῶν προσεύξασθαι, καὶ καθαιρείσθω καὶ ἀφοριζέσθω».
5. Κανὼν ΟΑ’ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων: «Εἴ τις Χριστιανὸς ἔλαιον ἀπενέγκοι εἰς ἱερὸν ἐθνῶν, ἢ εἰς συναγωγὴν Ἰουδαίων, ἐν ταῖς ἑορταῖς αὐτῶν, ἢ λύχνους ἅπτοι, ἀφοριζέσθω».
6. Κανὼν ΣΤ’ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου: «Περὶ τοῦ μὴ συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς εἰσιέναι εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐπιμένοντας τῇ αἱρέσει».
7. Κανὼν Θ’ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου: «Περὶ τοῦ μὴ συγχωρεῖν εἰς τὰ κοιμητήρια, ἢ εἰς τὰ λεγόμενα μαρτύρια πάντων τῶν αἱρετικῶν ἀπιέναι τοὺς τῆς Ἐκκλησίας, εὐχῆς ἢ θεραπείας ἕνεκα∙ ἀλλὰ τοὺς τοιούτους, ἐὰν ὦσι πιστοί, ἀκοινωνήτους γίνεσθαι μέχρι τινός. Μετανοοῦντας δέ, καὶ ἐξομολογουμένους ἐσφάλθαι, παραδέχεσθαι».
8. Κανὼν ΛΒ’ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικῶν εὐλογίας λαμβάνειν, αἵτινές εἰσιν ἀλογίαι μᾶλλον, ἢ εὐλογίαι».
9. Κανὼν ΛΓ’ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι».
10. Κανὼν ΛΔ’ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ πάντα Χριστιανὸν ἐγκαταλείπειν μάρτυρας Χριστοῦ καὶ ἀπιέναι πρὸς τοὺς ψευδομάρτυρας, τουτέστιν αἱρετικῶν, ἢ αὐτοὺς πρὸς τοὺς προειρημένους αἱρετικοὺς γενομένους· οὗτοι γὰρ ἀλλότριοι τοῦ Θεοῦ τυγχάνουσιν. Ἔστωσαν οὖν ἀνάθεμα οἱ ἀπερχόμενοι πρὸς αὐτούς».
11. Κανὼν ΛΖ’ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ παρὰ τῶν Ἰουδαίων, ἢ αἱρετικῶν, τὰ πεμπόμενα ἑορταστικὰ λαμβάνειν, μηδὲ συνεορτάζειν αὐτοῖς».
12. Κανὼν Θ’ τοῦ Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας: «Ἐρώτησις. Εἰ ὀφείλει Κληρικὸς εὔχεσθαι, παρόντων Ἀρειανῶν, ἢ ἄλλων αἱρετικῶν; ἢ οὐδὲν αὐτὸν βλάπτει, ὁπόταν αὐτὸς ποιῇ τὴν εὐχήν, ἤγουν τὴν προσφοράν; Ἀπόκρισις. Ἐν τῇ θείᾳ ἀναφορᾷ ὁ Διάκονος προσφωνεῖ πρὸ τοῦ ἀσπασμοῦ. «Οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε». Οὐκ ὀφείλουσιν οὖν παρεῖναι, εἰ μὴ ἂν ἐπαγγέλλωνται μετανοεῖν καὶ ἐκφεύγειν τὴν αἵρεσιν».
Στοὺς πιὸ πάνω Κανόνες θὰ πρέπει νὰ προστεθοῦν καὶ οἱ:
13. Κανὼν β’ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου: «Πάντας τοὺς εἰσιόντας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τῶν ἱερῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μὴ κοινωνοῦντας δὲ εὐχῆς ἅμα τῷ λαῷ ἢ ἀποστρεφομένους τὴν ἁγίαν μετάληψιν τῆς εὐχαριστίας κατά τινα ἀταξίαν, τούτους ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς Ἐκκλησίας, ἕως ἂν ἐξομολογησάμενοι καὶ δείξαντες καρποὺς μετανοίας καὶ παρακαλέσαντες τυχεῖν δυνηθῶσι συγγνώμης, μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδὲ κατ’ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μὴ τῇ ἐκκλησίᾳ συνευχομένοις, μηδὲ μὴ συναγομένοις. Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας».
14. Κανὼν Α’ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, (ἐπικυρώνει τοὺς Κανόνες τῶν ἐν Λαοδικείᾳ καὶ Ἀντιοχείᾳ Τοπικῶν Συνόδων καὶ τοῦ Ἁγ. Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας).
15. Κανὼν Β’ τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, (ἐπικυρώνει τοὺς Ἀποστολικοὺς Κανόνες, τοὺς Κανόνες τῶν ἐν Λαοδικείᾳ καὶ Αντιοχείᾳ Τοπικῶν Συνόδων καὶ τοῦ Ἁγ. Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας).
16. Κανὼν Α’ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ἐπικυρώνει τοὺς Ἀποστολικοὺς Κανόνες, τοὺς Κανόνες τῶν ἐν Λαοδικείᾳ καὶ Αντιοχεία Τοπικῶν Συνόδων καὶ τοῦ Ἁγ. Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας).
Ἀπὸ τὴν ἁπλῆ παράθεση τῶν Κανόνων γίνονται σαφῆ τὰ ἑξῆς:
1. Γιὰ τοὺς Πατέρες εἶναι ἰδιαίτερα κρίσιμο ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως τὸ θέμα τῆς ἐπικοινωνίας μὲ αἱρετικοὺς στὰ πλαίσια τῆς προσευχῆς καὶ τῆς Θ. Λατρείας. Αὐτὸ εἶναι ἐμφανὲς ἀπὸ τὸ μεγάλο ἀριθμό τῶν Κανόνων ποὺ διαπραγματεύονται τὸ θέμα αὐτό.
2. Τὸ θέμα τῆς συμπροσευχῆς μὲ αἱρετικοὺς ἀπασχολεῖ διαχρονικὰ τὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ σχετικοὶ ἀπαγορευτικοὶ Κανόνες καλύπτουν χρονικὰ ὁλόκληρη τὴν περίοδο ποὺ συντασσόταν τὸ Κανονικὸ Δίκαιό της.
3. Προφανῶς οἱ παραβάσεις τῶν κανονικῶν αὐτῶν διατάξεων ἦταν συχνές. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ἐμμένει, ἐπανέρχεται καὶ ἐπαναδιατυπώνει τὶς ἴδιες ἀπαγορεύσεις.
4. Οἱ κανονικὲς διατάξεις εἶναι σαφεῖς, ἀπόλυτες καὶ κατηγορηματικὲς στὴν ἀπαγόρευση συμμετοχῆς σὲ κοινὴ προσευχὴ καὶ λατρεία μὲ αἱρετικοὺς ἢ σχισματικούς.
Μετὰ τιμῆς,
Γέρων Σάββας Λαυριώτης
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΡΗΤΩΝ